Λονδρέζος

Λονδρέζος
ο, θηλ. -α
ο κάτοικος τού Λονδίνου ή αυτός που κατάγεται από το Λονδίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λόντρα < γαλλ. Londres «Λονδίνο» (με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος [nd] σε [nδ] κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού) + κατάλ. -έζος, που χαρακτηρίζει εθνικά ονόματα (< ιταλ. κατάλ. -ese), πρβλ. Γιαπων-έζος, Κιν-έζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λονδρέζος — Λονδρέζος, ο και Λοντρέζος, ο θηλ. α ο κάτοικος του Λονδίνου: Μια Λοντρέζα νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λονδρέζικος — και λοντρέζικος, η, ο [Λονδρέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λονδίνο ή προέρχεται από το Λονδίνο, λονδίνιος …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”