- Λονδρέζος
- ο, θηλ. -αο κάτοικος τού Λονδίνου ή αυτός που κατάγεται από το Λονδίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λόντρα < γαλλ. Londres «Λονδίνο» (με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος [nd] σε [nδ] κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού) + κατάλ. -έζος, που χαρακτηρίζει εθνικά ονόματα (< ιταλ. κατάλ. -ese), πρβλ. Γιαπων-έζος, Κιν-έζος].
Dictionary of Greek. 2013.